Μαιευτική Γυναικολογική Μέριμνα
Γρήγορα Δεδομένα Για Το Ουρεόπλασμα
Σχολιασμοί Για Το Ουρεόπλασμα , για τον / την μή-ιατρό
Νοσήματα Ενηλίκων (ανδρών/γυναικών) που σχετίζονται με Ουρεόπλασμα
Ουρεόπλασμα και αυτόματες αποβολές
Ουρεόπλασμα και Ασθένειες στο νεογέννητο
Ουρεόπλασμα και Ασθένειες στο νεογέννητο : Σχολιασμοί , για τον / την μή-ιατρό
Νοσήματα που προκαλεί το Ουρεόπλασμα Στα Νεογνά
Ανθεκτικότητα του Ουρεοπλάσματος στα αντιβιοτικά
Γρήγορα Δεδομένα Για Το Ουρεόπλασμα
Το Ureaplasma urealyticum αποικίζει τους βλεννογόνους του ουρογεννητικού και του ανωτέρου αναπνευστικού συστήματος και ανευρίσκεται στον γυναικείο κόλπο στο 40-80% σεξουαλικά δραστήριων, ασυμπτωματικών γυναικών. Μεταδίδεται στους ενήλικες μέσω της σεξουαλικής επαφής και από μητέρες σε έμβρυα είτε με την ανιούσα οδό από τον κόλπο της μητέρας, είτε αιματογενώς μέσω του πλακούντα, ενώ το νεογνό μπορεί να αποικισθεί και κατά τον τοκετό (η συχνότητα αποικισμού στα πρόωρα νεογνά κυμαίνεται από 18-55%) Τα μεγαλύτερα παιδιά και οι σεξουαλικά αδρανείς ενήλικες αποικίζονται σε ποσοστό 10% .
Έχει συσχετισθεί με ποικίλες παθολογικές καταστάσεις όπως ουρηθρίτιδα, ιστολογική χοριοαμνιονίτιδα, αυτόματες αποβολές, χρόνια αναπνευστική νόσος κ.α. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες το ουρεόπλασμα δεν προκαλεί βλάβες, συμβιώνοντας ομαλά με τον οργανισμό. Όταν υπάρχουν συμπτώματα, μετά την αρχική μόλυνση αναπτύσσονται τσούξιμο, κνησμός, πόνος, δυσουρία, δυσφορία στην ουρήθρα, εκκρίσεις ουρήθρας, που μπορεί να λεκιάζουν τα εσώρουχα. Τα συμπτώματα οφείλονται σε ανάπτυξη φλεγμονής (κολπίτιδα, ουρηθρίτιδα, τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα). Περιστασιακά, η έναρξη είναι πιο οξεία και σοβαρή, με σοβαρή δυσουρία, άφθονες πυώδεις εκκρίσεις, άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος.
Η συμπωματική νόσος μετά τη μόλυνση είναι συχνότερη σε άντρες . Στις γυναίκες , περισσότερο συχνή είναι η ασυμπτωματική νόσος ή , οι υφέσεις και εξάρσεις ουρηθρίτιδας .
Το ουρεόπλασμα , μπορεί να απομονωθεί από ποικιλία κλινικών δειγμάτων όπως κολπικό επίχρισμα, ούρα, σπέρμα, ουρηθρικό επίχρισμα, προστατικό έκκριμα, αίμα, πτύελα κ.α. Το ιατρείο ακολουθεί πιστά τις διεθνείς διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας του δείγματος καθότι δεν πρόκειται για τη συνηθισμένη διαδικασία που ακολουθείται στη συλλογή των κοινών μικροβίων . Για τη συλλογή του δείγματος χρησιμοποιούνται πλαστικοί στυλεοί από υλικό Dacron (αποφεύγουμε τους ξύλινους γιατί το ξύλο είναι τοξικό για το μικρόβιο) . Η εξέταση μπορεί να γίνει σε κολπικό-τραχηλικό υγρό, οφθαλμικό υγρό, αίμα, σπέρμα, ούρα, ιστό περιόδου , και αμνιακό υγρό .
Στο ιατρείο , υπάρχει και η δυνατότητα με χαμηλό επιπρόσθετο κόστος να εφαρμοστεί η μέθοδος της ποσοτικής PCR DNA , και έτσι να ανιχνευθεί με μεγάλη ευαισθησία (> 95%) η ύπαρξη του βακτηρίου Ureaplasma urealyticum στο δείγμα .
Πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι ένα μικρόβιο χωρίς κυτταρικό τοίχωμα και επομένως ανθεκτικό σε πολλά αντιβιoτικά που έχουν ως στόχο το κυτταρικό τοίχωμα όπως οι πενικιλλίνες και οι κεφαλοσπορίνες. Ανάλογα με την κλινική εικόνα και την ευαισθησία του μικροβίου στα αντιβιοτικά ακολουθούνται διαφορετικά φαρμακευτικά σχήματα .
Ανεξαρτήτως συμπτωμάτων μετά την αρχική προσβολή, μπορεί να εμφανιστούν σε ευαίσθητα άτομα μια ποικιλία επιπλοκών όπως: • Στειρότητα, υπογονιμότητα • αρθρώσεων που μπορεί να είναι αντιδραστική ή να οφείλεται σε άμεση προσβολή της άρθρωσης από το ουρεόπλασμα • φλεγμονές γεννητικών οργάνων με αυξημένες εκκρίσεις γεννητικών οργάνων, τσούξιμο, • επιπλοκές καρδιακής βαλβίδας • ανοσολογική αντίδραση με επιπεφυκίτιδα, αρθρίτιδα, ουρηθρίτιδα-τραχηλίτιδα, εκτεταμένες βλεννογονοδερματικές βλάβες (σύνδρομο Reiter). Οι επικίνδυνες επιπλοκές σε άτομα που πάσχουν από σοβαρά υποκείμενα νοσήματα του ανοσοποιητικού (π.χ. λευχαιμία), είναι συχνότερες και σοβαρότερες. Τα πρόωρα βρέφη που μολύνονται κατά την γέννηση μπορεί να εκδηλώσουν σοβαρή πνευμονοπάθεια. Περισσότερα από 20% των νεογέννητων και κυρίως μη τελειόμηνα νεογνά μπορεί να αποικισθούν από Ureaplasma.Ο αποικισμός υποχωρεί συνήθως στους 3 μήνες.
Το Ureaplasma ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το 1954 από τους Shepard M et al., Ως παθογόνο που προκαλεί μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα στους άνδρες. Εφόσον οι μικροοργανισμοί παρήγαγαν μικρές αποικίες (διαμέτρου 7-15 μm), αρχικά ονομάζονταν στελέχη T (μικροσκοπικά-tiny), Τ-στέλεχος Mycoplasmas ή T-Mycoplasmas. Θεωρήθηκαν μοναδικοί μεταξύ των μυκοπλασμάτων ανθρώπινης προέλευσης κατά το ότι μεταβολίζουν την ουρία και όχι την αργινίνη ή τη γλυκόζη. Προτάθηκε λοιπόν να υπάρχει ένα νέο γένος και ονομασία ειδών για αυτούς τους μοναδικούς οργανισμούς με τη σειρά Mycoplasmatales. Ονομάστηκαν Ureaplasma urealyticum από τους Shepard M et al., Το 1974.
Τα ουρεαπλάσματα έχουν εξελιχθεί από θετικά κατά Gram βακτήρια με εκφυλιστική εξέλιξη για να χάσουν το πεπτιδογλυκανικό κυτταρικό τοίχωμά τους. Είναι σφαιρικά ή κοκκοβακτηριδιακά βακτήρια με διάμετρο μεταξύ 0,2-0,3 μm. Η έλλειψη κυτταρικού τοιχώματος καθιστά αυτούς τους οργανισμούς μη ευαίσθητους σε β-λακτάμες. Αυτό επίσης τους αποτρέπει από τη χρώση με Gram και είναι υπεύθυνη για την πλειομορφική μορφή τους. Δεδομένου ότι έχουν περιορισμένες βιοσυνθετικές δυνατότητες λόγω του μικρού γονιδιώματός τους, απαιτούν εμπλουτισμένο μέσο ανάπτυξης με συμπλήρωση ορού για την ανάπτυξή τους in vitro. Το Ureaplasma έχει χρόνο παραγωγής περίπου μίας ώρας. ουρεόπλασμαβρίσκεται στην ουρογεννητική οδό και στην αναπνευστική οδό και διεισδύει στο βλεννογόνο μόνο κατά τη διάρκεια της ανοσοκαταστολής . Στους ανθρώπους, το Ureaplasma μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί από τη μητέρα στο παιδί μέσω μολυσμένων σωματικών υγρών τη στιγμή της γέννησης. Το Ureaplasma έχει 14 γνωστούς οροτύπους και χωρίζεται σε δύο ομάδες - Ureaplasma parvum, (UPA, biovar 1, parvo) και Ureaplasma urealyticum, (UUR, biovar 2, T960). Το Biovar 1 περιλαμβάνει τους ορότυπους 1, 3, 6 και 14 και οι υπόλοιποι 10 ορότυποι ανήκουν στο Biovar 2. Ο διαχωρισμός τους σε βιοσώματα βασίζεται σε φυλογενετικά στοιχεία μέσω μελετών υβριδισμού DΝΑ. Τα biovars επίσης διαφέρουν ως προς την ευαισθησία τους σε άλατα μαγγανίου, πολυμορφισμούς μήκους θραυσμάτων περιορισμού και μοτίβα ολικού κυττάρου σε ηλεκτροφόρηση πηκτής πολυακρυλαμιδίου (PAGE). Μελέτες του Ureaplasma που δημοσιεύθηκαν πριν από τη διαίρεσή τους στα δύο biovars αναφέρονται στον οργανισμό ως Ureaplasma sp. ή Ureaplasma urealyticum. U diversum, U gallorale, U felinum, U cati και U canigenitalium είναι Ureaplasma απομονωμένα από βοοειδή, πτηνά, αιλουροειδή και κυνόδοντα, αντίστοιχα. [9]
Το ουρεόπλασμα θεωρείται μέρος της φυσιολογικής χλωρίδας των γεννητικών οργάνων με ποσοστό αποικισμού 40-80%. Παρ 'όλα αυτά, ο οργανισμός έχει εμπλακεί σε διάφορες καταστάσεις όπως η μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα (NGU), προστατίτιδα, πέτρες ούρων, γυναικολογικές παθήσεις, στειρότητα και χρόνια πνευμονική νόσο στα νεογνά. Θεωρούνται ευκαιριακά παθογόνα επειδή μπορούν εύκολα να απομονωθούν από την κατώτερη ουρογεννητική οδό υγιών ανθρώπων καθώς και από άτομα με νόσο. Αρκετές μελέτες δείχνουν ότι το ουρεόπλασμα είναι μια αιτία μη γονοκοκκικής, μη χλαμυδιακής ουρηθρίτιδας στους άνδρες, αν και η παθογένεια της είναι ακόμη ασαφής. Ο πειραματικός εμβολιασμός του Ureaplasma σε εθελοντές ανθρώπους οδήγησε σε ουρηθρικά συμπτώματα, αποβολή οργανισμών και κυττάρων πύου και σταδιακή βελτίωση και εξάλειψη της μόλυνσης με μινοκυκλίνη για 6 ημέρες. Ωστόσο, είναι επίσης συχνό εύρημα σε υγιείς άνδρες. Ως εκ τούτου, κατατάσσεται πίσω από το Chlamydia trachomatis και το Mycoplasma genitalium ως αιτία της μή γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας . Μελέτες , Έχουν δείξει επικράτηση από 11% εώς και 16,1% μόλυνσης με Ureaplasma σε ασθενείς με μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα. Το Ureaplasma έχει απομονωθεί από τις σάλπιγγες σε ασθενείς με πυελική φλεγμονώδη νόσο (PID), αλλά η εμφάνισή του σε αυτό το σημείο είναι σπάνια και συνήθως σχετίζεται με άλλα γνωστά παθογόνα. Αν και το Ureaplasma έχει απομονωθεί από μεγάλο ποσοστό (62-97%) των ασθενών με Βακτηριακή κόλπωση (Vaginosis) (BV), ο ρόλος του ως παθογόνου παραμένει ασαφής. Τα ποσοστά κολπικού αποικισμού από το Ureaplasma κυμαίνονται από 8,5-77,5% . Είναι δηλαδή συχνότατο . Οι τιμές του κολπικού αποικισμού σχετίζονται με τη σεξουαλική δραστηριότητα με μεγαλύτερη πιθανότητα σε άτομα με πολλαπλούς συντρόφους. Σε μια μελέτη από τους Dhawan Β και συνεργάτες, το Ureaplasma ανιχνεύθηκε σε 25,8% ασθενείς με λοιμώξεις των γεννητικών οργάνων και 20,8% σε γυναίκες με υπογονιμότητα .
Waites KB, Katz B, Schelonka RL. Mycoplasmas and ureaplasmas as neonatal pathogens. Clin Microbiol Rev 2005;18:757-89.
Shepard MC, Lunceford CD. Occurrence of urease in T strains of Mycoplasma. J Bacteriol 1967;93:1513-20.
[PUBMED]
Shepard MC, Lunceford CD, Ford DK, Purcell RH, Taylor-Robinson D, et al. Ureaplasma urealyticum gen. nov., sp. nov.:
Proposed nomenclature for the human T (T-strain) mycoplasmas. Int J Syst Bacteriol 1974;24:160-71.
Σχολιασμοί Για Το Ουρεόπλασμα , για τον / την μή-ιατρό
Το ουρεόπλασμα είναι αρκετά συχνό . Τα ποσοστά που αναφέρονται σημαίνουν ότι περίπου σε μισές γυναίκες θα ανευρεθεί ουρεόπλασμα σε κάποια φάση της ζωής τους . Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να πανικοβάλλει τις νεαρές γυναίκες , και ούτε να αποδίδεται σε υπερβολικά ενεργές σεξουαλικές πρακτικές . Οι επιπλοκές που αναφέρονται ισχύουν , αλλά και αυτές δεν είναι τόσο συχνές . Γενικά , το ουρεόπλασμα θεωρείται αίτιο ουρηθρίτιδας και ενδεχομένως χρονίων ουροκυστικών φλεγμονών , ενώ η κολποτραχηλίτιδα που προκαλεί δεν έχει χαρακτηριστική οσμή και όψη , δεν μπορούμε δηλαδή να βγάλουμε διάγνωση μόνο με την γυναικολογική εξέταση . Τις περισσότερες φορές ανευρίσκεται σε ασυμπτωματικές γυναίκες , ή στην καλλιέργεια μετά από τη λήψη θεραπείας για κάποιο άλλο μικρόβιο . Σαφέστατα και έχει αξία η αντιμετώπιση και η εκρίζωσή του , όχι μόνο διότι έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να υποτροπιάσει και να προκαλέσει ουρηθρίτιδα , αλλά και γιατί εξασθενεί το κατώτερο γεννητικό σύστημα , καθιστώντας το περισσότερο ευπαθές και σε άλλες λοιμώξεις . Μείζων σημασία αποδίδεται στις μαιευτικές και παιδιατρικές επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει , είτε μόνο του , είτε σε συνεργεία με άλλα μικρόβια . Ο ρόλος του στις καθέξιν αποβολές , στον πολύ πρόωρο τοκετό , στην χοριοαμνιονίτιδα , στην αποβολή στο δεύτερο τρίμηνο , και στην βρογχοπνευμονική δυσπλασία του πρόωρου νεογνού είναι εγκατεστημένος . Ως εκ τούτων , ο έλεγχος με καλλιέργεια , (συμβατική αλλά και DNA κατά προτίμηση) και η θεραπεία εκρίζωσής του συνιστάται από περισσότερο του 50% των ιατρών . Υπάρχει βέβαια και η αντίληψη ότι επειδή είναι αρκετά συχνό , μπορούμε να το αγνοήσουμε εάν δεν υπάρχουν συμπτώματα . Η δική μου θέση μετά από εκτενή βιβλιογραφική ανασκόπηση και πολυετή εμπειρία είναι ότι καλύτερα να αντιμετωπίζεται , παρά να αγνοείται .
Επιστροφή : Λοιμώξεις από Ουρεόπλασμα
Νοσήματα Ενηλίκων (ανδρών/γυναικών) που σχετίζονται με Ουρεόπλασμα
Ενήλικες | Ureaplasma |
Ανδρική Ουρηθρίτιδα | + |
Χρόνια Προστατίτιδα | +/- |
Επιδιδυμίτιδα | +/- |
Ουρολιθίαση | + |
Πυελονεφρίτιδα | +/- |
Χρόνια Τραχηλίτιδα | - |
Φλεγμονώδης Νόσος Της Πυέλου | - |
Υπογονιμότητα | +/- |
Χοριοαμνιονίτιδα | + |
Αποβολή | +/- |
Αρθρίτιδα | + |
Ερμηνεία :
NAI , σημαίνει ότι έχει αποδειχθεί ότι το ουρεόπλασμα προκαλεί την συγκεκριμένη νόσο .
ΟΧΙ , σημαίνει ότι δεν εχει αποδειχθεί ότι το ουρεόπλασμα προκαλεί την συγκεκριμένη νόσο .
+/- , σημαίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι το ουρεόπλασμα συνδέεται με κάποιο τρόπο με την συγκεκριμένη νόσο , αλλά δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι ο αιτιολογικός παράγοντας
Είναι ενδιαφέρον ότι αρκετές μελέτες δεν ενοχοποιούν το ουρεόπλασμα , ώς αίτιο χρόνιας τραχηλίτιδας . Τόσο η κλινική-νοσοκομειακή πράξις , όσο και η χειρουργική-γυναικολογική πρακτική , αλλά και τόσο η επί του ιατρείου εμπειρία , ΔΕΝ ΕΝΟΧΟΠΟΙΟΥΝ το ουρεόπλασμα ώς αίτιο χρόνιας τραχηλίτιδας και επ'ουδενί όχι κολπίτιδας .
Στην άχαρη κατάσταση μιάς αποβολής , είναι λίγες οι περιπτώσεις που αποστέλλεται καλλιέργεια προϊόντων αποβολής . Παρά ταύτα , σε λιγότερο από 5% των καλλιεργειών που αποστέλλονται από προϊόντα αποβολής πρώτου τριμήνου , βγαίνει ουρεόπλασμα . Το πιό συχνό εύρημα είναι να είναι η καλλιέργεια στείρα , ή να δείχνει προσμίξεις επιδερμικών μικροβίων , όχι όμως ουρεόπλασμα .
Επιστροφή : Λοιμώξεις από Ουρεόπλασμα
Ουρεόπλασμα και αποβολές
Ο ρόλος των λοιμώξεων στις αυτόματες αποβολές , πρώτου και δεύτερου τριμήνου είναι μεν εγκατεστημένος , αλλά δεν αποτελεί πανάκεια . Τις περισσότερες φορές , δεν μπορούμε να εντοπίσουμε ενεργό συμπτωματική λοίμωξη , ιδιαίτερα στις αποβολές πρώτου τριμήνου , και ακόμα περισσότερο στις παλίνδρομες κυήσεις . Η πολύ πρώϊμη απώλεια εγκυμοσύνης (πρίν ακουστεί παλμός) οφείλεται συνήθως σε βαρύτατες χρωμοσωμικές ανωμαλίες , και αποτελεί έναν τρόπο φυσικής επιλογής , και ένα πεδίο εις το οποίο λίγα μπορεί να προσφέρει η επιστήμη , δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα χρωμοσώματα ενός εμβρύου .
Στις αποβολές δευτέρου τριμήνου , [αποβολή θεωρείται ο τοκετός εμβρύου λιγότερο από 500γρ και μικρότερο από 27 εβδ] ο ρόλος των λοιμώξεων είναι μεγαλύτερος . Οι λοιμώξεις αυτές μπορεί να καταπολεμούνται από τον μητρικό οργανισμό , μέχρι εκείνου του σημείου στο οποίο το μητρικό περιβάλλον γίνεται αρκετά εχθρικό για το έμβρυο , λόγω λοίμωξης , και καταλήγει σε πρόωρο τοκετό [ τοκετός πρίν την 37η εβδ και μετά την 27η] .
Τόσο στις μέν όσο και στις δέ , υπάρχουν κατά καιρούς μελέτες που ενοχοποιούν ή που στοχοποιούν διάφορους μικροβιακούς παράγοντες . Η μεγαλύτερη αλήθεια όμως είναι ότι σε όλες τις μελέτες , οι μικροβιακοί παράγοντες είναι περισσότεροι του ενός . Το γεγονός αυτό αποδίδει μεγαλύτερη δυσκολία στον μητρικό οργανισμό για να καταπολεμήσει τη λοίμωξη .
Το κύριο ερώτημα είναι εάν το ουρεόπλασμα προκαλεί αυτόματες αποβολές . Υπάρχουν δύο τρόποι να απαντηθεί αυτό το ερώτημα .
Προοπτική μελέτη : Nα σχεδιαστεί μια μελέτη με γυναίκες οι οποίες είχαν ουρεόπλασμα στην αρχή της εγκυμοσύνης και να χωριστούν αυτές σε δύο ομάδες , οι μισές με θεραπεία και οι άλλες μισές χωρίς θεραπεία , και να δούμε τί θα γίνει . Οι δυσκολίες που θα αντιμετωπιστούν θα είναι πολλαπλές . Θα πρέπει δηλαδή οι δύο ομάδες να είναι παρόμοιες σε ηλικία , σε αριθμό προηγούμενων τοκετών , σε παρόμοιο ιστορικό , και φυσικά να είναι απόντες οι λοιποί μικροβιακοί παράγοντες . Οι συγκρίσεις δηλαδή θα είναι δύσκολες . Εννοείται ότι θα αποκλειστούν οι περιπτώσεις χρωμοσωμικών ανωμαλιών ώς άιτιο αποβολής .
Αναδρομική μελέτη : Μια μελέτη με γυναίκες που βίωσαν μια αυτόματη αποβολή , και που είχαν σε αρχική καλλιέργεια εγκυμοσύνης ουρεόπλασμα ή που η καλλιέργεια των προϊόντων αποβολής έβγαλε ουρεόπλασμα . Και στις δύο καλλιέργειες , θα πρέπει να υπάρχει μόνο ουρεόπλασμα και όχι άλλο μικρόβιο , έτσι ώστε να αποδοθεί η αποβολή μόνον στο μικρόβιο αυτό . Επίσης εννοείται ότι θα αποκλειστούν οι περιπτώσεις χρωμοσωμικών ανωμαλιών ώς άιτιο αποβολής .
Τέτοιες μελέτες με τόσο σκληρά κριτήρια , είναι σπάνιες . Οι λόγοι είναι πολλαπλοί , αλλά ο κυριότερος είναι ότι οι καλλιέργειες δεν βγάζουν μόνον ουρεόπλασμα , αλλά πολυμικροβιακές λοιμώξεις .
Παρακάτω παρατίθονται μερικές μελέτες , με τα συμπεράσματά τους .
Intrauterine infection and spontaneous midgestation abortion: is the spectrum of microorganisms similar to that in preterm labor?
McDonald HM, Chambers HM. Infect Dis Obstet Gynecol. 2000;8(5-6):220-7.
Συμπέρασμα : Η μελέτη ενοχοποιεί κυρίως τον Group-β αιμολυτικό στρεπτόκοκκο . Αναφέρει επίσης το ουρεόπλασμα ώς συχνό παράγοντα πολυμικροβιακών λοιμώξεων .
Routine screening for Chlamydia trachomatis and Neisseria gonorrhoeae in first trimester abortion.
Schlueter R1, Siu A2, Shelton J3, Lee MJ4. J Infect Public Health. 2018 Jul - Aug;11(4):584-585. doi: 10.1016/j.jiph.2017.10.012. Epub 2017 Nov 13.
Συμπέρασμα : Η μελέτη ενοχοποιεί κυρίως το Χλαμύδιο και τον γονόκοκκο .
The role of infection in miscarriage
Sevi Giakoumelou, Nick Wheelhouse, Kate Cuschieri,Gary Entrican, Sarah E.M. Howie, Andrew W. Horne .Human Reproduction Update, Vol.22, No.1 pp. 116–133, 2016
Συμπέρασμα : Η μελέτη απενοχοποιεί το Mycoplasma Genitalium , δεν αναφέρει ιδιαίτερα το ουρεόπλασμα , στοχοποιεί την χρόνια βακτηριακή κολπίτιδα και ενοχοποιεί την βρουκέλλωση , τον δάγγειο πυρετό , την κοινή γρίπη , και τον κυταρομεγαλοϊό . Καταλήγει επίσης σε μια παραδοχή σχετικής άγνοιας όσον αφορά στον απολύτως τεκμηριωμένο ρόλο των λοιμώξεων στην αποβολή .
Association between Ureaplasma urealyticum endocervical infection and spontaneous abortion.
Ahmadi A1, Khodabandehloo M2, Ramazanzadeh R2, Farhadifar F3, Nikkhoo B4, Soofizade N3, Rezaii M3. Iran J Microbiol. 2014 Dec;6(6):392-7.
Συμπέρασμα : Η μελέτη αναφέρει τη συχνή συνύπαρξη ουρεοπλάσματος σε αυτόματες αποβολές , αλλά μόνο ώς ένα από τα πολλά μικρόβια που συνυπάρχουν . Αναφέρει επίσης ότι ο άμεσος συσχετισμός ουρεοπλάσματος με αυτόματες αποβολές είναι αμφιλεγόμενος , και καταλήγει ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να αποδειχθεί αυτός ο συσχετισμός .
Epidemiology and pathogenesis of ureaplasma urealyticum in spontaneous abortion and early preterm labor.
Naessens A1, Foulon W, Cammu H, Goossens A, Lauwers S. Acta Obstet Gynecol Scand. 1987;66(6):513-6.
Συμπέρασμα : Η μελέτη συμπεραίνει ότι το ουρεόπλασμα είναι γενικά πάρα πολύ συχνό . Ως εκ τούτου , εμφανίζεται και σε αυτόματες αποβολές . Καταλήγει , ότι μπορεί να παίζει ένα ρόλο , αλλά δεν μπορεί να τον αποδείξει .
Θα μπορούσε κάποιος να συγκεντρώσει πολύ περισσότερα άρθρα και μελέτες , αλλά το γενικό συμπέρασμα είναι ότι από μόνο του το ουρεόπλασμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαλεί αποβολή . Μπορεί όμως να αποτελεί συμπαραμαρτούμενο μικροβιακό παράγοντα , ο οποίος σε ειδικές συνθήκες να προκαλεί δυσμενές περιγεννητικό αποτέλεσμα , και για το λόγο αυτό , καλό θα είναι να εντοπίζεται πρωϊμως και να αντιμετωπίζεται .
Επιστροφή : Λοιμώξεις από Ουρεόπλασμα
Ουρεόπλασμα και υπογονιμότητα
Η αποίκηση του κατώτερου γεννητικού συστήματος από το Ureaplasma έχει αξιολογηθεί ως αιτία υπογονιμότητας. Υπάρχουν αρκετές μελέτες που κατέδειξαν την παρουσία του Ureaplasma urealyticum σε περίπου 1 / 3 των υπογόνιμων γυναικών που συμμετείχαν στη μελέτη τους. Το ουρεόπλασμα έχει απομονωθεί από σάλπιγγες των ασθενών με PID. Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι προσκολλάται στα κύτταρα σπέρματος προκαλώντας έτσι μειωμένη κινητικότητα σπέρματος. Αυτές οι μελέτες μπορεί να εξηγούν τη συσχέτιση του Ureaplasma με την υπογονιμότητα .
Gupta A, Gupta A, Gupta S, Mittal A, Chandra P, Gill AK. Correlation of mycoplasma with unexplained infertility. Arch Gynecol Obstet 2009;280:981-5.
Meseguer M, Ferrer MM, Caballero P. Changes in semen parameters by incubation with Urea plasma urealyticum strains.
In: Stanek G, Cassell GH, Tully JG, Whitcomb RF, editors. Recent advances in mycoplasmology. Stuttgart: Gustav Fischer Verlag; 1990. p. 745-9.
Επιστροφή Στην Αρχή Παραγράφου : Λοιμώξεις από Ουρεόπλασμα
Ουρεόπλασμα και Ασθένειες στο νεογέννητο
Το ουρεόπλασμα προκαλεί περιστασιακά αναπνευστική νόσο στα νεογνά . Το ουρεόπλασμα εμφανίζεται να εμπλέκεται σε αναπνευστικά νοσήματα σε βρέφη με πολύ χαμηλό βάρος κατά τη γέννηση. Έτσι, τα βρέφη βάρους μικρότερο των 1.000 g στα οποία είχε απομονωθεί Ureaplasma από τις τραχειακές αναρροφήσεις έχουν διπλάσια πιθανότητα να παρουσιάσουν σοβαρές πνευμονικές επιπλοκές ή να αναπτύξουν χρόνια πνευμονική νόσο σε σχέση με τα μη μολυσμένα βρέφη με παρόμοιο βάρος κατά τη γέννηση ή σε σχέση με τα νεογνά που ζυγίζουν περισσότερο από 1,000 g. Η απομόνωση του Ureaplasma από ενδοτραχειακές εκκρίσεις νεογνών δείχνει ότι η μόλυνση του εμβρύου μπορεί να συμβεί στη μήτρα ή εναλλακτικά να αποκτηθεί με κατακόρυφη μετάδοση κατά τη γέννηση. Sethi S et al., Απομονωμένο Ureaplasma urealyticum από 14% τραχειακών αναρροφών που ελήφθησαν από βρέφη χαμηλού βάρους γέννησης με αναπνευστική δυσφορία. Υποτίθεται ότι η ενδομήτρια φλεγμονή και ο αποικισμός Ureaplasma προκαλούν πρόωρη ωρίμανση των πνευμόνων του πνεύμονα, προδιαθέτοντας το βρέφος στη μελλοντική πιθανότητα της βρογχοπνευμονικής δυσπλασίας (BPD) και της χρόνιας πνευμονικής νόσου (CLD). Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές αναφορές οι οποίες αποδέχονται ή διαψεύδουν τη συσχέτιση του Ureaplasma στις αναπνευστικές εκκρίσεις των νεογνών με την ανάπτυξη της BPD. Ο Schelonka RL et al., Πραγματοποίησε μετα-ανάλυση δημοσιευμένων μελετών και διαπίστωσε ότι ο σχετικός κίνδυνος για BPD σε βρέφη θετικά σε Ureaplasma ήταν 1,6 (CI 1,1-2,3) για BPD στις 36 εβδομάδες ή 2,8 (CI 2,3-3,5 ) για την BPD στις 28 εβδομάδες σε σύγκριση με την αρνητική ομάδα του Ureaplasma. Η ετερογένεια στις μελέτες μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικούς πληθυσμούς ασθενών, αποκλίνουσες πρακτικές διαχείρισης αναπνευστήρα, μη ομοιόμορφες τεχνικές καλλιέργειας ουρεόπλασματος , και μεροληψία δημοσίευσης. Η λοίμωξη με ουρεόπλασμα μπορεί επίσης να προκαλέσει αμφιβληστροειδοπάθεια του πρώορου νεογνού (ROP) με παρεμβολή σε φυσιολογική αγγείωση του αμφιβληστροειδούς. Ο Ozdemir R et al., Απέδειξε ότι ο αποικισμός Ureaplasma urealyticum συνδέεται με σοβαρή αμφιβληστροειδοπάθεια πρωορότητας - ROP και την ανάγκη για χειρουργική επέμβαση με λέιζερ.
Ουρεάπλασμα και Ασθένειες στο νεογέννητο : Σχολιασμοί , για τον / την μή-ιατρό
Η παραπάνω παράγραφος δεν σημαίνει επ'ουδενί ότι μια γυναίκα που κάποτε σε μία καλλιέργεια κολπικού είχε ουρεόπλασμα , θα γεννήσει πρόωρα . Ούτε σημαίνει ότι θα πάθει χοριοαμνιονίτιδα , ούτε ότι το νεογνό θα πάσχει . Και φυσικά δεν σημαίνει ότι σώνει και καλά θα πρέπει να κάνει καισαρική . Οι εκτιμήσεις στις κλινικές καταστάσεις είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκες , και συνήθως πολύ περισσότερο καλοήθεις από ότι παρουσιάζονται στα άρθρα , και αυτό διότι υπάρχει η λεγόμενη "προκατάληψη" (publication bias , η ανάγκη να δημοσιεύσουμε κάτι για να προωθήσουμε την καριέρα μας ) . Θυμηθείτε ότι οι πληθυσμοί στους οποίους αναφέρονται οι μελέτες προέρχονται από κέντρα προωρότητας και ότι έχουν εξαχθεί αναδρομικά , δηλαδή πρώτα οι γυναίκες γέννησαν πρόωρα και μετά βγήκε στην καλλιέργεια ουρεόπλασμα . Από 100 γυναίκες με ουρεόπλασμα σε κάποια φάση της εγκυμοσύνης , πολύ λιγότερες από 10 % θα γεννήσουν πρόωρα , και αυτό θα είναι συνάρτηση πολύ περισσοτέρων παραγόντων . . .
Cassell GH, Waites KB, Crouse DT, Rudd PT, Canupp KC, Stagno S, et al.
Association of Ureaplasma urealyticum infection of the lower respiratory tract with
chronic lung disease and death in very-Iow-birth-weight infants. Lancet 1988;30:240-5.
Sethi S, Sharma M, Narang A, Aggrawal PB. Isolation pattern and clinical outcome of genital mycoplasma in neonates
from a tertiary care neonatal unit. J Trop Pediatr 1999;45:143-5.
Pandey A, Dhawan B, Gupta V, Chaudhry R, Deorari AK. Clinical significance of airways colonization
with Ureaplasma urealyticum in premature ( less than 34 wk) neonates. Indian J Med Res 2007;125:679-84.
[PUBMED] Medknow Journal
Schelonka RL, Katz B, Waites KB, Benjamin DK Jr. Critical appraisal of the role of Ureaplasma
in the development of bronchopulmonary dysplasia with meta-analytic techniques. Pediatr Infect Dis J 2005;24:1033-9.
Ozdemýr R, Sarý FN, Tunay ZO, Erdeve O, Canpolat FE, Oguz SS. The association between respiratory tract
Ureaplasma urealyticum colonization and severe retinopathy of prematurity in preterm infants less than 1250 g. Eye 2012;26:992-6.
Νοσήματα που προκαλεί το Ουρεόπλασμα Στα Νεογνά .
Νεογνά | Ureaplasma |
Προωρότητα | + |
Χαμηλό Βάρος Γέννησης | + |
Ενδομήτρια Καθυστέρηση Της Ανάπτυξης |
+/- |
Νεογνική Πνευμονία |
+ |
Χρόνια Πνευμονική Νόσος |
+/- |
Μηνιγγίτιδα | + |
Αποστήματα | + |
Επιστροφή : Λοιμώξεις από Ουρεόπλασμα
Επειδή το Ureaplasma είναι συνηθισμένο στην ενήλικη γυναικεία γεννητική οδό, θεωρείται ότι έχει χαμηλή λοιμογόνο δράση. Ωστόσο, η αποίκιση του γυναικείου ουρογεννητικού συστήματος με Ureaplasma έχει συνδεθεί αιτιωδώς με την υπογονιμότητα τις καθ'έξιν αποβολές τον ενδομήτριο θάνατο και τον πρόωρο τοκετό . Η σχέση με αυτά τα αποτελέσματα παραμένει αμφισβητούμενη επειδή μια αιτιώδης σχέση ήταν δύσκολο να αποδειχθεί για κάθε κατάσταση λόγω 1) της ακρίβειας της διαφοροποίησης της παρουσίας βακτηριδίων ως δειγμάτων ρύπων έναντι των αληθών παθογόνων, 2) της πολυμικροβιακής φύσης της κολπικής χλωρίδας, 3) την ανίχνευση του Ureaplasma και άλλων επιδεκτικών μικροβίων και 4) τη συμβολή άλλων παραγόντων στην παθοφυσιολογία αυτών των πολύπλοκων διαταραχών. Τα πειραματικά μοντέλα in vitro και in vivo έδωσαν πρόσθετες αποδείξεις για την υποστήριξη του ρόλου του Ureaplasma σε αυτές τις μαιευτικές διαταραχές.
Οι μέθοδοι ορολογικής εξέτασης για το Ureaplasma περιλαμβάνουν τον μικροανοσοφθορισμό, την αναστολή του μεταβολισμού και την ανοσολογική δοκιμασία των ενζύμων, αλλά το γεγονός ότι το ουρεόπλασμα είναι πανταχού παρών σε υγιείς ανθρώπους καθιστά δύσκολη την ερμηνεία των τίτλων αντισωμάτων έναντι αυτών των οργανισμών (ουρεόπλασμα και μυκόπλασμα) . Δεν έχουν τυποποιηθεί ορολογικές δοκιμασίες για τα γεννητικά μυκοπλάσματα και δεν είναι διαθέσιμες για διαγνωστικούς σκοπούς .
Ανθεκτικότητα του Ουρεοπλάσματος στα αντιβιοτικά
Πίνακας Ευαισθησίας Στα Αντιβιοτικά Για Ουρεόπλασμα
Πίνακας Ευαισθησίας Στα Αντιβιοτικά Για Ουρεόπλασμα | |
Αντιβιοτικό |
Ureaplasma Ποσοστό Ευαίσθητων |
Τετρακυκλίνη | 87,4% |
Δοξυκικλίνη Vibramycin |
98,2% |
Κλαριθρομυκίνη Klaricid |
48,6% |
Αζιθρομυκίνη Zithromax |
14,4% |
Ερυθρομυκίνη Erythrocin |
17,1% |
Σιπροφλοξασίνη Ciproxin |
4,5% |
Οφλοξασίνη | 9% |
J Antimicrob Chemother. 2008 Jul;62(1):122-5. doi: 10.1093/jac/dkn158. Epub 2008 Apr 19.
Incidence and antimicrobial susceptibilities of genital mycoplasmas in outpatient women with clinical vaginitis in Athens, Greece.
Το γεννητικό ουρεόπλασμα όπως και το γεννητικό μυκόπλασμα , είναι ενδογενώς ανθεκτικά στα αντιβιοτικά που δρουν σε συστατικά κυτταρικού τοιχώματος (βήτα λακτάμες). Τα είδη Ureaplasma έχουν φυσική αντοχή στις λινκοσαμίδες (π.χ. κλινδαμυκίνη). Η παρατηρούμενη αντοχή στα μακρολίδια συσχετίζεται με μεταλλάξεις στο γονίδιο 23S rRNA, ενώ η αντοχή στην τετρακυκλίνη συνδέεται με την παρουσία του κινητού μεταμοσχεύματος tetM. Το γονίδιο tet M κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη που δεσμεύεται με ριβοσώματα και στην περίπτωση του Ureaplasma urealyticum έχει αποδειχθεί ότι συσχετίζεται, στο χρωμόσωμα, με το Tn916, ένα συζευκτικό τρανσποζόνιο. Προηγούμενη μελέτη έδειξε ότι η ανθεκτικότητα στην ουρηπλασμία έναντι της κινολόνης οφείλεται κυρίως στις μεταλλάξεις της ελικάσης ενζύμου στόχου-DAN. Τα υπολείμματα 68-107 περιοχές είναι οι ανθεκτικές στην κινολόνη περιοχές (περιοχές κινολονών της αντοχής σε φάρμακο, QRDR).
Εκτός από τις βήτα λακτάμες, Το γεννητικό ουρεόπλασμα όπως και το γεννητικό μυκόπλασμα , εμφανίζουν επίσης αντίσταση σε σουλφοναμίδες, τριμεθοπρίμη και ριφαμπικίνη. Η αντοχή στη ριφαμπικίνη αποδίδεται στην παρουσία ενός μόνο αμινοξέος στη θέση 526 της βήτα υπομονάδας της RNA πολυμεράσης. Σε μια πρόσφατη μελέτη που διεξήχθη από τους Dhawan Β et al., Που αφορούσαν ασθενείς με υπογονιμότητα και εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων, όλα τα στελέχη του M. hominis ήταν ανθεκτικά στην ερυθρομυκίνη αλλά ευαίσθητα στη δοξυκυκλίνη, τη δοσημυκίνη και την οφλοξακίνη. Το Ureaplasma sp. τα στελέχη ήταν ευαίσθητα στη δοξυκυκλίνη και στη δαζαμυκίνη. Το 77% των απομονώσεων ήταν ευαίσθητο σε οφλοξασίνη και 71% σε αζιθρομυκίνη. Αν και οι περισσότερες μελέτες αναφέρουν χαμηλότερα ποσοστά ανθεκτικότητας στις τετρακυκλίνες (μικρότερο του 5%), πρόσφατη μελέτη από τους Redelinghuyhs MJ et al., Απέδειξε μόνο 27% ευαισθησία των προϊόντων απομόνωσης Ureaplasma σε τετρακυκλίνη. Σε μια μελέτη του Chiang-tai Z et al., Στη Σαγκάη, το biovar 1 έδειξε υψηλούς ρυθμούς ευαισθησίας (πάνω από 90%) σε όλους τους αντιμικροβιακούς παράγοντες , αλλά η βιοποικιλότητα 2, διατηρούσε υψηλότερες ευαισθησίες (πάνω από 95%), μόνο στη δοξυκυκλίνη και στη μινοκυκλίνη. Στην πραγματικότητα, μόνο ένας μικρός αριθμός στελεχών βιοποικιλότητας 2 (biovar 2) ήταν ευαίσθητα στη ροξιθρομυκίνη και τις κινολόνες.
Bébéar CM, Bébéar C. Antimycoplasmal agents. In: Razin S, Herrmann R, editors. Molecular Biology and Pathogenicity of Mycoplasmas. London: Kluwer Academic/Plenum Publishers; 2002. p. 545-66. Back to cited text no. 47
Waites KB, Katz B, Schelonka RL. Mycoplasmas and ureaplasmas as neonatal pathogens. Clin Microbiol Rev 2005;18:757-89. Back to cited text no. 3
Xiao L, Crabb DM, Duffy LB, Paralanov V, Glass JI, Hamilos DL, et al. Mutations in ribosomal proteins and ribosomal RNA confer macrolide resistance in human Ureaplasma spp. Int J Antimicrob Agents 2011;37:377-9. Back to cited text no. 48
Duffy LB, Crabb D, Searcey K, Kempf MC. Comparative potency of gemifloxacin, new quinolones, tetracycline and clindamycin against Mycoplasma spp. J Antimicrob Chemother 2000;45:29-33. Back to cited text no. 49
Taylor-Robinson D, Bébéar C. Antibiotic susceptibilities of mycoplasmas and treatment of mycoplasmal infections. J Antimicrob Chemother 1997;40:622-30. Back to cited text no. 50
Redelinghuys MJ, Ehlers MM, Dreyer AW, Lombaard HA, Kock MM. Antimicrobial susceptibility patterns of Ureaplasma species and Mycoplasma hominis in pregnant women. BMC Infect Dis 2014;14:171. Back to cited text no. 51
Phillips I, Dimian C, Barlow D, Moi H, Stolz E, Weidner W, et al. A comparative study of two different regimens of sparfloxacin versus doxycycline in the treatment of non-gonococcal urethritis in men. J Antimicrob Chemother 1996;37 Suppl A: 123-34. Back to cited text no. 52
Επιστροφή : Λοιμώξεις από Ουρεόπλασμα
Η σελίδα έχει εώς τώρα
Επισκέπτες
Δείτε Επίσης :
Λοιμώξεις Από Γεννητικό Μυκόπλασμα