Κύκλος Ζωής Χλαμυδίων
Η λοίμωξη με Chlamydia trachomatis είναι η περισσότερο συχνή αιτία των βακτηριακών σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων στον κόσμο . Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ο παγκόσμιος επιπολασμός των χλαμυδίων ευρίσκεται στο 4,2% (Διάστημα αβεβαιότητας 95%: 3,7-4,7) στις γυναίκες ηλικίας 15–49 ετών για το 2012 . Οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες που έχουν μολυνθεί είναι ασυμπτωματικοί ή ελάχιστα συμπτωματικοί και η διάγνωση εμφανίζεται μετά από έλεγχο ή επειδή υπάρχει επαφή με συμπτωματικό φορέα .
Τα ποσοστά των αναφερόμενων περιπτώσεων χλαμυδιακής λοίμωξης είναι υψηλότερα στους εφήβους και έφηβες και τους/τις νεαρούς -ες ενήλικες ηλικίας 15–24 ετών. Ο επιπολασμός είναι σχετικά υψηλός σε σύγκριση με άλλα βακτηριακά σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα επειδή το 50% των ανδρών και το 75% των γυναικών δεν παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα , και έτσι τα μολυσμένα άτομα ενδέχεται να μην αναζητήσουν θεραπεία . Ταυτόχρονα , η επαναλαμβανόμενη λοίμωξη μετά από θεραπεία μίας δόσης είναι συχνή. Η μόλυνση αναφέρεται συχνότερα σε νεαρές γυναίκες και όχι σε νεαρούς άντρες . Πρόσθετοι προγνωστικοί παράγοντες της πιθανότητας μόλυνσης με χλαμύδια σε νεαρές γυναίκες είναι η μονήρης οικογενειακή κατάσταση, νέος σεξουαλικός σύντροφος , ταυτόχρονοι σύντροφοι/σχέσεις, κάπνισμα , και συναφείς παράγοντες κοινωνικοοικονομικής κατάστασης .
Παγκόσμιος επιπολασμός Χλαμυδιακής Λοίμωξης 2016
Ιδιαίτεροι παράγοντες θέτουν σε κίνδυνο περισσότερο την εφηβική/νεαρή ηλικία.
Η ηλικία 15-24 είναι η πιό επικίνδυνη.
Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι τα χλαμύδια θεραπεύονται εύκολα
Είναι γνωστό , ακόμα και στο ευρύ κοινό ότι τα χλαμύδια προκαλούν υπογονιμότητα
Η καθυστέρηση στη θεραπεία των χλαμυδίων είναι πολύ συχνή
Βιβλιογραφία : Chlamydia trachomatis, a hidden epidemic: effects on female reproduction and options for treatment.. Carey AJ, Beagley KW. Am J Reprod Immunol. 2010 Jun;63(6):576-86. doi: 10.1111/j.1600-0897.2010.00819.x. Epub 2010 Feb 28
Risk of sequelae after Chlamydia trachomatis genital infection in women. Catherine L Haggerty 1, Sami L Gottlieb, Brandie D Taylor, Nicola Low, Fujie Xu, Roberta B Ness
Centers for Disease Control and Prevention. Recommendations for the laboratory-based detection of Chlamydia trachomatis and Neisseria gonorrhoeae--2014. MMWR Recomm Rep 2014;63:1–19.
Τα χλαμύδια επηρεάζουν την φυσιολογική λειτουργία της σάλπιγγας . Προκαλούν χρόνια πυελική φλεγμονή , υδροσάλπιγγες , πυελικές συμφύσεις και απόφραξη των σαλπίγγων . Στον τράχηλο της μήτρας προκαλούν μια μή ειδική βλεννοπυώδη τραχηλίτιδα
Για να οριστεί ένα περιστατικό ώς κρούσμα χλαμυδιακής λοίμωξης , πρέπει να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις-κριτήρια . Αυτές είναι κλινικές , δηλαδή η ανεύρεση κάποιου σημείου , συμπτώματος , ή ενδείξεως της νόσου που ανευρίσκεται κλινικά , δηλαδή με την εξέταση του ιατρού , και να συνυπάρχει και τουλάχιστον ένα εργαστηριακό κριτήριο από εξέταση αίματος , καλλιέργεια κλπ . Αυτά τα διαγνωστικά κριτήρια , που τεκμηριώνονται από τον ιατρό , αναγράφονται αμέσως παρακάτω . Τα συμπτώματα που μπορεί να αισθάνεται η πάσχουσα ή ο πάσχων , αναφέρονται στο τμήμα 'Συχνότερα Συμπτώματα Των Χλαμυδίων' . Για παράδειγμα , μια κοπέλα δεν μπορεί να ξέρει εάν έχει τραχηλίτιδα (διαγνωστικό κριτήριο) εάν δεν εξεταστεί , αλλά μπορεί να αναφέρει ότι προβληματίζεται από βλεννοπυώδεις εκκρίσεις στο εσώρουχο (σύμπτωμα) .
Κλινικά κριτήρια ορισμού κρούσματος Χλαμυδιακής Λοίμωξης σε ενήλικες ή έφηβες-ους
Κάθε άτομο με τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα έξι:
Σε νεογέννητα τουλάχιστον ένα από τα δύο:
Εργαστηριακά κριτήρια ορισμού κρούσματος Χλαμυδιακής Λοίμωξης σε ενήλικες ή έφηβες-ους
Κάθε άτομο με τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα τρία :
Εμφανίζεται με δυσουρία και εκκρίσεις ουρήθρας, η οποία είναι συνήθως λευκή, γκρι ή μερικές φορές διαυγής, και μπορεί να είναι εμφανής μόνο μετά την απογύμνωση του πέους ή κατά τις πρωινές ώρες. Ομοιάζει με γονοκκοκική ουρηθρίτιδα . Υπάρχουν λεπτές κλινικές διαφορές μεταξύ της γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας και της χλαμυδιακής ουρηθρίτιδας, αλλά δεν είναι δυνατή η αξιόπιστη διάκριση χωρίς έλεγχο.
Η λοίμωξη από το ορθό με χλαμύδια μπορεί να είναι ασυμπτωματική εάν προκαλείται από ορογενείς γεννητικούς οργανισμούς D έως K. Ωστόσο, εάν οι χλαμυδιακοί ορότυποι LG1 L1-L3 είναι η αιτία της πρωκτίτιδας, οι ασθενείς μπορεί να παραπονεθούν για πόνο στο ορθό, εκκρίσεις και αιμορραγία στον/στην δεκτική σύντροφο πρωκτικής επαφής. Οι ασθενείς μπορεί επίσης να παρουσιάσουν πυρετό ή αδιαθεσία. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνότερα σε άντρες που κάνουν σεξ με άνδρες. Ωστόσο, η πρωκτική επαφή δεν είναι ασυνήθιστη και στα ετερόφυλα ζευγάρια , και επειδή δεν υπάρχει η πιθανότητα εγκυμοσύνης , η πρωκτική επαφή μπορεί να γίνεται περισσότερο συχνά χωρίς προφυλακτικό .
Οι γυναίκες με ουρηθρίτιδα μπορεί να παραπονούνται για συχνότητα ή δυσουρία και μπορεί να κάνουν λάθος τα συμπτώματά τους για λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος. Η ούρηση θα αποκαλύψει πυουρία, αλλά ούτε η βακτηριακή καλλιέργεια ούτε χρώση κατά gram θα αποκαλύψουν οργανισμούς.
Συνήθως, οι άνδρες παρουσιάζουν πόνο και ευαισθησία στον ένα όρχι (μπορεί όμως και στους δύο), και ενδεχομένως υδροκήλη (συλλογή υγρού στο όσχεο), ψηλαφητό οίδημα της επιδιδυμίδας και πυρετό.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσουρία, δυσλειτουργία των ούρων, εντοπισμένο πυελικό πόνο και πόνο στην εκσπερμάτωση. Οι εκκρίσεις από τον προστάτη μπορεί να παρουσιάσουν αυξημένα λευκοκύτταρα σε μικροσκοπική εξέταση.
Εάν οι χλαμυδιακοί ορότυποι LG1 L1-L3 είναι η αιτία της πρωκτίτιδας, οι ασθενείς μπορεί να παραπονεθούν για πόνο στο ορθό, εκκρίσεις και αιμορραγία στον/στην δεκτική σύντροφο πρωκτικής επαφής.
Η υπογονιμότητα αποτελεί μια απώτερη χρονικά επιπλοκή εμμένουσας , ή μή αναγνωρισμένης , ή μή θεραπευμένης , ή ατελώς θεραπευμένης χλαμυδιακής φλεγμονής , ή και ακόμα και επιπλοκή από επαναλαμβανόμενες χλαμυδιακές λοιμώξεις . Το χλαμύδιο , επεκτείνεται από τον τράχηλο της μήτρας προς τις σάλπιγγες . Η χλαμυδιακή φλεγμονή των σαλπίγγων προκαλεί ουλοποίηση , καταστροφή του επιθηλίου των σαλπίγγων ενδεχομένως απόφραξη , και σε περιπτώσεις , υδροσάλπιγγα .
Αυτό συμβαίνει όταν το Chlamydia trachomatis ανεβαίνει στην άνω αναπαραγωγική οδό. Συνήθως, αυτές οι ασθενείς θα έχουν κοιλιακό ή πυελικό πόνο με ή χωρίς σημεία και συμπτώματα τραχηλίτιδας. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο, πυρετό, ρίγη, πόνο στην πλάτη, πόνο στην επαφή, δυσουρία , ή και αιμορραγία μετά από επαφή.
Το άλγος κατά την επαφή μπορεί να προκαλείται από πολλαπλούς παράγοντες και η διαφορική διάγνωση της αιτιολογίας του είναι εργώδης . Σε χλαμυδιακές λοιμώξεις , το άλγος μπορεί να προκαλείται από την πίεση στον τράχηλο που φλεγμαίνει (χλαμυδιακή τραχηλίτιδα) , ή από τις σάλπιγγες (οξεία σαλπίγγίτιδα). Σε αποκλειστικά χλαμυδιακές λοιμώξεις , δεν συμμετέχουν συνήθως τα τοιχώματα του κόλπου . Η ενδελεχής γυναικολογική εξέταση είναι απαραίτητη , χωρίς καθυστέρηση , διότι το άλγος μπορεί να περάσει , αλλά το μικρόβιο να παραμείνει .
Η χλαμυδιακή τραχηλίτιδα αποτελεί υπότυπο της τραχηλίτιδας (φλεγμονής του τραχήλου της μήτρας) και οφείλεται στο μικρόβιο Chlamydia Trachomatis . Ονομάζεται και βλεννοπυώδης τραχηλίτιδα , επειδή κατά την γυναικολογική εξέταση μπορούμε να διακρίνουμε μακροσκοπικά βλέννη και ενδεχομένως πυώδεις εκκρίσεις , να εξέρχονται από τον τράχηλο της μήτρας . Ίδια εικόνα , δίνει και ένα άλλο μικρόβιο , ο γονόκκοκος (βλεννόρροια) . Από 100 κοπέλες που θα προσβληθούν από χλαμύδια , μόνον οι 25 θα καταλάβουν κάτι , και αυτό μετά από 7-21 μέρες . Οι συμπτωματικές κοπέλες (δλδ το 25% όλων των χλαμυδιακών λοιμώξεων) μπορεί να παρουσιάσουν κάποιο από τα συμπτώματα της χλαμυδιακής τραχηλίτιδας τα οποία μπορεί να είναι :
και τα οποία μπορεί να είναι παροδικά , ή μικρής εντάσεως , έτσι ώστε να μην προκαλέσουν ιδιαίτερη ανησυχία . Στις παρακάτω εικόνες παρουσιάζονται μερικές περιπτώσεις χλαμυδιακής τραχηλίτιδας . Φυσικά και είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε απλά με το μάτι και ακόμα και με την μεγένθυση του κολποσκοπίου , ποιό ακριβώς μικρόβιο είναι υπεύθυνο . Για το λόγο αυτό στέλνουμε κατά προτίμηση DNA ανίχνευση πολλαπλών λοιμώδων παραγόντων (Χλαμύδια , γονόκοκκο , τριχομονάδα , μυκόπλασμα , ουρεάπλασμα , Κάντιντα , κλπ) ή /και συμβατικές καλλιέργειες κολπικού/τραχηλικού επιχρίσματος . Γενικά , η πρακτική της "θεραπείας απο το τηλέφωνο" οδηγεί σε μή αναγνώριση του προβλήματος . Η σωστή πρακτική είναι η γυναικολογική εξέταση .
Χλαμυδιακή Τραχηλίτιδα.Εκτρόπιο.Βλεννοπυώδης Έκκριση.
Χλαμυδιακή βλεννοπυώδης τραχηλίτιδα
Χλαμυδιακή βλεννοπυώδης τραχηλίτιδα με κύριο σύμπτωμα αίμα μετά την επαφή.
Χλαμυδιακή βλεννοπυώδης τραχηλίτιδα 10.
Χλαμυδιακή βλεννοπυώδης τραχηλίτιδα 11.
Χλαμυδιακή βλεννοπυώδης τραχηλίτιδα 12.
Χλαμυδιακή βλεννοπυώδης τραχηλίτιδα 13.
Χλαμυδιακή βλεννοπυώδης τραχηλίτιδα 14.
Περιπρωκτική Χλαμυδιακή Λοίμωξη
Βλεννοπυώδης έκκριση απο πέος/τράχηλο
Βλεννοπυώδης έκκριση από πέος
Η τραχηλίτιδα είναι η φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας και χαρακτηρίζεται από δύο κύρια διαγνωστικά σημεία
–Πυώδες ή βλεννοπυώδες ενδοτραχηλικό εξίδρωμα ορατό στο ενδοτραχηλικό κανάλι ή σε στυλεό με υλικό από την περιοχή
–Ευθρυπτότητα στο έσω τραχηλικό στόμιο με επίμονη αιμορραγία από τον ενδοτράχηλο που προκαλείται ακόμη και από την ηπιότερη κίνηση ενός βαμβακοφόρου στυλεού.
Η τραχηλίτιδα Μπορεί και να είναι ασυμπτωματική,
ή να εκδηλώνεται με παθολογική κολπική έκκριση,
μεσοκυκλική ή άλλου τύπου κολπική αιμορροια (π.χ. μετά σεξουαλική επαφή)
Στην κολποσκόπιση οπτικά, στο μάτι του γυναικολόγου, όταν υπάρχει γονοκοκκική τραχηλίτιδα ο τράχηλος φαίνεται κόκκινος και οιδηματώδης με πυώδη έκκριση από το τραχηλικό στόμιο. Στην τραχηλίτιδα από τριχομονάδες υπάρχουν πετέχειες σαν φράουλες που καταλαμβάνουν τον τράχηλο και τους κολπικούς θόλους, ενώ στην μυκητίαση γίνεται ορατό ένα άσπρο τυρώδες έκκριμα που είναι κολλημένο στον βλεννογόνο του τραχήλου και όταν απομακρυνθεί αφήνει αιμορραγικές περιοχές.
Νόσος |
Είδος Εκκρίματος
|
Πόνος
|
Κνησμός
|
Βακτηριακή Κολπίτιδα |
Δύσοσμο έκκριμα , λευκωπό-γκριζωπό
|
Όχι
|
Όχι ιδιαίτερος
|
Τριχομονάδα |
Φυσαλιδώδες Κιτρινοπράσινο έκκριμα . Τράχηλίτιδα δίκην φράουλας
|
Πόνος στην επαφή , δυσουρία
|
Κνησμός λιγότερος από μύκητα , περισσότερο απο gardnerella
|
Candida |
Λευκωπό , παχύρευστο έκκριμα
|
Πόνος στην επαφή , δυσουρία , καύσος
|
Έντονος Κνησμός
|
Ατροφική Κολπίτιδα |
Κιτρινωπό ή πρασινωπό , άοσμο
|
Πόνος στην επαφή , κολπική ξηρότητα
|
Σπάνια Υπάρχει Κνησμός
|
Νόσος |
Είδος Εκκρίματος
|
Πόνος
|
Κνησμός
|
Στην οξεία τραχηλίτιδα χλαμύδια ή γονόκοκκο το πρώτο και κύριο σύμπτωμα είναι η έκκριση πυώδους υγρού από τον κόλπο, το οποίο άλλοτε είναι λεπτόρρευστο και άοσμο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι παχύρευστο, δύσοσμο, πρασινωπό , σταχτί ή καφεοειδές. Επίσης, οι γυναίκες παραπονούνται για καύσο και κνησμό στα εξωτερικά γεννητικά όργανα. συνηθισμένα επίσης είναι τα συμπτώματα ουρηθρίτιδας ή κυστίτιδας με συχνουρία, ακράτεια και δυσουρία.
Παράταύτα , όπως έχει αναφερθεί , μόνον το 25-30% των γυναικών με χλαμυδιακή τραχηλίτιδα θα παρουσιάσουν σύμπτωμα . Επίσης , τα συμπτώματα που ενδεχομένως να παρατηρηθούν μπορεί να είναι μικρής εντάσεως και μικρής διάρκειας και να αλληλοεπικαλύπτονται από την ταυτόχρονη παρουσία και άλλων λοιμωδών παραγόντων , αφού οι γυναικολογικές λοιμώξεις είναι συνήθως πολυπαραγοντικής αιτιολογίας .
Η γυναικολογική εξέταση αποτελεί το πρώτο και σημαντικότερο στάδιο στη διάγνωση . Το δεύτερο στάδιο είναι η μικροβιολογική / DNA εξέταση και η ανίχνευση των λοιμωδών παραγόντων , οι οποίοι , όπως αναφέρθηκε μπορεί να είναι περισσότεροι από έναν . Δεν απαγορεύεται δηλαδή η ταυτόχρονη συνύπαρξη χλαμυδίου με candida . Δεν απαγορεύεται η συνύπαρξη gardnerella με έρπη γεννητικών οργάνων . Δεν απαγορεύεται η χρόνια φλεγμονή με ureaplasma που περιοδικά επιπλέκεται με νέα λοίμωξη από τριχομονάδα . Το σύμπτωμα , όταν και εφόσον προκύψει , αντικατοπτρίζει το μικρόβιο που είναι εκείνη την στιγμή επικρατές στον κόλπο και στον τράχηλο . Για παράδειγμα , ένας εντονότατος κνησμός από μυκητίαση και που συνοδεύεται από έντονη παχύρευστη τυρώδη κολπική έκκριση , μπορεί να αποκρύπτει την χαρακτηριστική είκόνα της χλαμυδιακής τραχηλίτιδας . Μόνον μια εξέταση DNA μπορεί υπό αυτές τις συνθήκες να αποκαλύψει την ταυτόχρονη ύπαρξη χλαμυδίου .
Το Τράχωμα Είναι μια θυλακιώδης κερατοεπιπεφυκίτιδα. Οφείλεται στον οργανισμό Chlamydia Trachomatis . Η νόσος εμφανίζεται σε όλες τις κλιματικές ζώνες, αν και είναι πιο συχνή στις θερμότερες και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Εκτιμάται ότι 400 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από χρόνια λοίμωξη (είναι φορείς) και ότι έχει προκαλέσει τύφλωση σε έξι εκατομμύρια. Ο μικροοργανισμός μεταδίδεται με άμεση επαφή και έμμεσα, μέσω αντικειμένων καθημερινής χρήσης. Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, η αρχικά οξεία φλεγμονή μπορεί να μεταπέσει σε χρόνια, που διαρκεί μήνες ή και χρόνια, οδηγεί στο σχηματισμό ουλής στον κερατοειδή χιτώνα και η οποία στη συνέχεια μπορεί να προκαλέσει τύφλωση.
Χλαμυδιακή Επιπεφυκίτιδα-Τράχωμα
Χλαμυδιακή Επιπεφυκίτιδα[1]
Χλαμυδιακή Επιπεφυκίτιδα[2]
Χλαμυδιακή Λοίμωξη Σε Οφθαλμό Νεογνού
Χλαμυδιακή Επιπεφυκίτιδα
Για την χλάμυδιακή λοίμωξη στις γυναίκες τα συμπτώματα μπορούν να εμφανιστούν σε περίπου 7-14 ημέρες . Τα σημεία της λοίμωξης , για παράδειγμα η τραχηλίτιδα , μπορεί να είναι εμφανή με την γυναικολογική εξέταση νωρίτερα . Σημειώνεται βέβαια , ότι ιδιαίτερα στις γυναίκες , η χλαμυδιακή λοίμωξη είναι στην συντρηπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (75%) ασυμπτωματική , δηλαδή 3 στις 4 γυναίκες με χλαμυδιακή λοίμωξη δεν έχουν κανένα σύμπτωμα , και η νόσος μπορεί να συνεχίζει με τον ύπουλο τρόπο της . Σημειώνεται επίσης ότι η λοίμωξη με περισσότερους από ένα μικροβιακούς παράγοντες είναι σαφέστατα εφικτή . Μπορούμε δηλαδή να αποκτήσουμε και τριχομονάδα αλλά και χλαμύδια ταυτόχρονα , όπως φυσικά και άλλους συνδυασμούς . Το ποσοστό των ασυμπτωματικών ανδρών με χλαμύδια είναι 50% , δηλαδή , ο ένας στους δύο άνδρες με χλαμύδια , δεν έχει κανένα σύμπτωμα .
Νόσος |
Χρόνος Επώασης
|
Χλαμύδια |
7-14 ημέρες |
Γονόρροια |
3-4 ημέρες |
Έρπης |
2-14 ημέρες |
Τριχομονάδα |
1-4 εβδομάδες |
Σύφιλη |
1-9 μήνες |
HIV |
Ορομετατροπή σε περίπου 3 μήνες |
Ηπατίτιδες |
Ορομετατροπή σε περίπου 3 μήνες |
Βιβλιογραφία : National guideline for the management of suspected sexually transmitted infections in children and young people. A Thomas 1, G Forster, A Robinson, K Rogstad, Clinical Effectiveness Group Association of Genitourinary Medicine; Medical Society for the Study of Venereal Diseases
Η μόλυνση με Chlamydia trachomatis διεγείρει την χυμική ανοσολογική αντίδραση (χυμική από το χυμός , και εννοεί την ανοσολογική αντίδραση παραγωγής αντισωμάτων και όχι την ανοσολογική αντίδραση των πολυμορφοπύρηνων λεμφοκυττάρων) . Έτσι υπάρχει σύνθεση αντισωμάτων IgG, IgA και IgM από τα πλασματο-κύτταρα (Plasma cells) . Προοδευτική αύξηση των συγκεντρώσεων στον ορό συγκεκριμένων IgM, IgA και IgG παρατηρείται συνήθως μεταξύ των 5-20 ημερών από την πρώτο-λοίμωξη . Τα IgM, ένας δείκτης οξείας λοίμωξης, μπορεί να ανιχνευθεί περίπου την 5η ημέρα και τα αυξημένα επίπεδα IgA συνήθως παρατηρούνται μετά από περίπου 10 ημέρες . Αρχικά, υπάρχει ταυτόχρονη αύξηση των συγκεντρώσεων IgM και IgA στον ορό αίματος . Τα IgG ανιχνεύονται συνήθως σε 2-3 εβδομάδες από την αρχική μόλυνση. Η επαναμόλυνση σχετίζεται με μια ραγδαία αύξηση των τίτλων IgG που παραμένουν αυξημένα για εβδομάδες και στη συνέχεια σταδιακά μειώνονται .
Τα αντιχλαμυδιακά IgG και ΙgA δεν είναι ικανά να εμποδίσουν την λοίμωξη της ενδομητρικής κοιλότητας . Η αύξηση αυτών συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο για την ύπαρξη λοίμωξης .
Η παρουσία αντισωμάτων κατά των χλαμυδίων σχετίζεται με με ανώμαλα υψηλές τιμές ΤΚΕ , Λευκών και CRP . Η πιο περισσότερο συχνή παθολογία , ανευρίσκεται λαπαροσκοπικά με τη μορφή πυελικών συμφύσεων , που επεξηγούν την υπογονικότητα σαλπιγγικού παράγοντα . Σε αυτές τις γυναίκες , όπως αναφέρθηκε μπορεί να βρεθούν αυξημένοι τίτλοι αντι-χλαμυδιακού IgG , αλλά μόνον όταν υπάρχει ενεργός ή πρόσφατη λοίμωξη . Ετσι , μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει χρησιμότητα των ορολογικών εξετάσεων για τα Chlamydia trachomatis στη διαφορική διάγνωση του πυελικού πόνου . Για παράδειγμα , σε ενδομητρίωση , μπορεί να υπάρχει πυελικός πόνος , αυξημένη CRP και ΤΚΕ αλλά όχι χλαμυδιακά αντισώματα . Πάντως , οι ορολογικές εξετάσεις πρέπει να συμπληρώνονται και από τη λήψη τραχηλικών επιχρισμάτων .
Η παρουσία των Anti-chlamydia IgG και IgA δηλώνει επαφή με το μικρόβιο . Υπήρξε το ερώτημα , εάν μπορούμε μόνον με μια εξέταση αντισωμάτων (δηλαδή με μία αιμοληψία και μόνον) να προβλέψουμε εάν υπάρχει απόφραξη ή δυσλειτουργία σαλπίγγων . Η σύγκριση έγινε με την εξέταση υστεροσαλπιγγογραφίας . Το παράδοξο είναι ότι τόσο η ανίχνευση αντισωμάτων όσο και η υστεροσαλπιγγογραφία , αποτελούν τεστ χαμηλής προγνωστικής αξίας για δυσλειτουργία των σαλπίγγων . Φυσικά , η υστεροσαλπιγγογραφία θα αποκαλύψει μια εντελώς αποφραγμένη σάλπιγγα ή μια υδροσάλπιγγα . Αλλά υπάρχουν πολλές περιπτώσεις υπογονιμότητας σαλπιγγικού παράγοντα με καλή υστεροσαλπιγγογραφία . Ετσι , η διερεύνηση της υπογονιμότητας σαλπιγγικού παράγοντα εμπεριέχει τόσο την σαλπιγγογραφία όσο και την ανίχνευση Ορολογικών Anti-chlamydia IgG και IgA , αλλά και τα δύο τέστ έχουν χαμηλή προγνωστική αξία .
The value of Chlamydia trachomatis antibody testing
in predicting tubal factor infertility.
L M W Veenemans 1, P J Q van der Linden
Hum Reprod. 2002 Mar;17(3):695-8. doi: 10.1093/humrep/17.3.695.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ιστορικό της λοίμωξης από Chlamydia trachomatis , που τεκμηριώνεται με ορολογικό έλεγχο , σχετίζεται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο υπογονιμότητας σαλπιγγικού παράγοντα στις γυναίκες, ανεξάρτητα από το εάν η μόλυνση είχε κλινικά συμπτώματα ή όχι (μην ξεχνάμε ποτέ ότι οι περισσότερες λοιμώξεις με χλαμύδιο είναι ασυμπτωματικές!) .
Εκτεταμένη έρευνα έχει επίσης δείξει ότι η μόλυνση με Chlamydia trachomatis μπορεί να προκαλέσει φλεγμονώδη νόσο της πυέλου (Pelvic Inflammatory Disease-PID), η οποία συχνά προηγείται της υπογονιμότητας στις γυναίκες. Σήμερα, η Chlamydia trachomatis αντιπροσωπεύει περίπου το 50% των περιπτώσεων οξείας φλεγμονώδους νόσου της πυέλου (PID) στις ανεπτυγμένες χώρες .
Risk of sequelae after Chlamydia trachomatis genital infection in women. .
J Infect Dis. 2010;201(Supplement 2):S134–S55.
Haggerty CL, Gottlieb SL, Taylor BD, Low N, Xu F, Ness RB.
Βιβλιογραφία :
Anti-chlamydia IgG and IgA are insufficient to prevent endometrial chlamydia infection in women,
and increased anti-chlamydia IgG is associated with enhanced risk for incident infection.
Darville T, Albritton HL, Zhong W, Dong L, O'Connell CM, Poston TB, Quayle AJ, Goonetilleke N, Wiesenfeld HC, Hillier SL, Zheng X.
Am J Reprod Immunol. 2019 May;81(5):e13103. doi: 10.1111/aji.13103. Epub 2019 Mar 18.
PMID: 30784128
Η θεραπεία των χλαμυδίων (της χλαμυδιακής λοίμωξης) είναι απλή με κοινά αντιβιοτικά, και καλό θα ήταν να ακολουθεί ένα μεγαλύτερο διάστημα θεραπείας εκρίζωσης, σε υποτροπές ή υπογόνιμα ζευγάρια. Επίσης κατά κανόνα λαμβάνει αγωγή και ο σεξουαλικός σύντροφος . Σαν μέσο πρόληψης, είναι απαραίτητη η σωστή χρήση προφυλακτικού σε πολυγαμικούς ή «προβληματισμένους» μονογαμικούς , το πλύσιμο των χεριών μετά την ενασχόληση με τα γεννητικά όργανα, αποφυγή επαφής σε οφθαλμοφανές πρόβλημα, συχνή εξέταση για χλαμύδια στις εγκύους και σε όσους αλλάζουν συχνά ερωτικό σύντροφο .
Ο στόχος της θεραπείας είναι η πρόληψη επιπλοκών που σχετίζονται με λοίμωξη (π.χ. PID, στειρότητα), για τη μείωση του κινδύνου μετάδοσης και την εξάλειψη των συμπτωμάτων. Η θεραπεία για απλή λοίμωξη από ουρογεννητικά χλαμύδια γίνεται με αζιθρομυκίνη. Η δοξυκυκλίνη είναι μια εναλλακτική λύση, αλλά η αζιθρομυκίνη προτιμάται καθώς είναι θεραπεία μιας δόσης. Άλλες εναλλακτικές είναι η ερυθρομυκίνη, η λεβοφλοξασίνη και η ολοξασίνη. Τα χλαμύδια και οι γονοκοκκικές λοιμώξεις συνυπάρχουν συχνά. Στους άνδρες, η συγχορήγηση για ουρογεννητική γονοκοκκική λοίμωξη πρέπει να πραγματοποιείται με βάση την ανίχνευση του οργανισμού σε DNA ανίχνευση ή χρώση κατά gram. Στις γυναίκες, η χρώση κατά gram είναι λιγότερο χρήσιμη λόγω της πιθανότητας αποικισμού φυσιολογικών ειδών Neisseria εντός της κολπικής χλωρίδας. Επομένως, η συγχορήγηση πρέπει να εξαρτάται από την εκτίμηση του μεμονωμένου κινδύνου του ασθενούς και των τοπικών ποσοστών επικράτησης. Οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν ταυτοποιήσει και να ενημερώσουν τους συντρόφους τους . Θα πρέπει επίσης να ενημερώνονται για συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, να αποφεύγουν τη σεξουαλική δραστηριότητα για μία εβδομάδα μετά την έναρξη της θεραπείας και να εξετάζουν το ενδεχόμενο δοκιμής για τον ιό HIV. Η επαλήθευση της θεραπείας πρέπει να πραγματοποιηθεί τρεις εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας και η επανεξέταση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί τρεις μήνες μετά τη θεραπεία. Εάν τα συμπτώματα επιμένουν μετά τη θεραπεία, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο της ταυτόχρονης μόλυνσης με δευτερογενές βακτήριο ή επαναμόλυνση.
Αντιβιωτικό Για Χλαμυδιακή Λοίμωξη | Δοσολογία |
Αζιθρομυκίνη | 1 γρ άπαξ |
ή | |
Δοξυκυκλίνη | 100 mg x 2 για 7 ημέρες |
ή | |
Λεβοφλοξασίνη | 500 mg x 1 για 7 ημέρες |
ή | |
Οφλοξασίνη | 200 mg x 2 για 7 ημέρες |
Τα μεγαλύτερα προβλήματα στην θεραπεία και εκρίζωση των χλαμυδίων , είναι η μή συμμόρφωση στη θεραπεία , η μή συμμόρφωση του συντρόφου στη θεραπεία , η επαναλοίμωξη από νέο σύντροφο , οι "ανοικτές" σχέσεις , η απατηλή ιδέα ότι δεν θα ξανακολλήσουμε , η λανθασμένη εντύπωση "ανοσίας" (δεν υπάρχει) και η περιστασιακή -μόνον- χρήση του προφυλακτικού . Τα αντιβιοτικά είναι πολύ αποτελεσματικά .
Η θεραπεία κατά της χλαμυδιακής λοίμωξης είναι εφικτή και επιθυμητή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης . Η περισσότερο ισχυρή μελέτη επί τούτου είναι από το ίδρυμα Cohrane (μελέτες με πολύ ισχυρό impact factor) . Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη , η θεραπεία μπορεί να επιτευχθεί , και δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των αξιολογούμενων παραγόντων (αμοξικιλλίνη, ερυθρομυκίνη, κλινδαμυκίνη, αζιθρομυκίνη) όσον αφορά την αποτελεσματικότητα , μικροβιολογική θεραπεία επαναλαμβανόμενη λοίμωξη , και επιπλοκές εγκυμοσύνης (πρόωρος τοκετός, πρόωρη ρήξη των μεμβρανών, χαμηλό βάρος γέννησης). Η Αζιθρομυκίνη και η κλινδαμυκίνη φαίνεται να έχουν λιγότερες παρενέργειες από την ερυθρομυκίνη . Μπορείτε να δείτε την εν λόγω μελέτη σε link :
Interventions for treating genital chlamydia trachomatis infection in pregnancy.Cochrane Database Syst Rev . 2000;1998(2):CD000054. doi: 10.1002/14651858.CD000054.
Οι λοιμώξεις από Chlamydia trachomatis, είναι από τις πιο συχνά αναφερόμενες σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες . Δυστυχώς, όμως, επειδή είναι ασυμπτωματικές στις περισσότερες γυναίκες (1,2), περνούν συχνά απαρατήρητες και χωρίς θεραπεία . Για σχεδόν 40 χρόνια, τα στοιχεία έχουν δείξει ότι η ανιούσα λοίμωξη(από τον τράχηλο στις σάλπιγγες) από C. trachomatis μπορεί να οδηγήσει σε αμετάκλητη βλάβη στις σάλπιγγες η οποία περιλαμβάνει την ουλοποίηση και απόφραξη του σαλπιγγικού σωλήνα και έτσι η φλεγμονή οδηγεί σε υπογονιμότητα .
Η φλεγμονή από χλαμύδια που δεν αντιμετωπίζεται μπορεί να οδηγήσει σε υπογονιμότητα
Απόφραξη Σαλπίγγων Από Χλαμύδια
Ο μηχανισμός με τον οποίο γίνεται η βλάβη έχει τεκμηριωθεί και έχει να κάνει με την αυξημένη ποσότητα πρωτεΐνης "θερμικού σοκ" (heat-shock protein 60-hsp60) που συντίθεται από το Chlamydia trachomatis . Αυτή η πρωτεϊνη προκαλεί μια προφλεγμονώδη ανοσοαπόκριση (proinflammatory immune response) στα επιθήλια των ανθρώπινων σαλπίγγων, με αποτέλεσμα ουλοποίηση και απόφραξη (4,5,6). Μια σειρά από οροεπιδημιολογικές μελέτες έχουν εξέτασει τον επιπολασμό των αντισωμάτων του Chlamydia trachomatis και του χλαμυδικού hsp60 στις γυναίκες με λαπαροσκοπικά ή υστεροσαλπιγγογραφικά επιβεβαιωμένη βλάβη της σάλπιγγας και έκτοπη κύηση (7,8,9) υποδεικνύοντας ότι σχετίζεται άμεσα με ιστορικό λοίμωξης από Chlamydia trachomatis.
1. Nelson HD, Zakher B, Cantor A, Deagas M, Pappas M. Screening for Gonorrhea and Chlamydia: Systematic Review to Update the US Preventive Services Task Force Recommendations. 2014
2. Papp JR, Schachter J, Gaydos CA, Van Der Pol B. Recommendations for the laboratory-based detection of Chlamydia trachomatis and Neisseria gonorrhoeae—2014. MMWR Recommendations and reports: Morbidity and mortality weekly report Recommendations and reports/Centers for Disease Control. 2014;63:1
3. Steiner AZ, Diamond MP, Legro RS, Schlaff WD, Barnhart KT, Casson PR, Christman GM, Alvero R, Hansen KR, Geisler WM, Thomas T, Santoro N, Zhang H, Eisenberg E. Chlamydia trachomatis immunoglobulin G3 seropositivity is a predictor of reproductive outcomes in infertile women with patent fallopian tubes. Fertil Steril. Dec. 2015;104(6):1522–6.
4. Wiesenfeld HC, Cates W., Jr . Sexually Transmitted Diseases and Infertility. In: Holmes KKSP, Stamm WE, Piot P, Wasserheit JN, Corey L, Cohen MS, Watts DH, editors. Sexually Transmitted Diseases. Vol. 4. McGraw Hill; 2008. pp. 1511–29.
5. Linhares IM, Witkin SS. Immunopathogenic consequences of Chlamydia trachomatis 60 kDa heat shock protein expression in the female reproductive tract. Cell Stress Chaperones. 2010;15(5):467–73.
6. Mårdh P-A. Tubal factor infertility, with special regard to chlamydial salpingitis. Curr Opin Infect Dis. 2004;17(1):49–52.
7. Akande VA, Hunt LP, Cahill DJ, Caul EO, Ford WCL, Jenkins JM. Tubal damage in infertile women: prediction using chlamydia serology. Hum Reprod. 2003;18(9):1841–7
8. Den Hartog J, Land J, Stassen F, Kessels A, Bruggeman C. Serological markers of persistent C. trachomatis infections in women with tubal factor subfertility. Hum Reprod. 2005;20(4):986–90
9. Coppus S, Land J, Opmeer B, Steures P, Eijkemans M, Hompes P, et al. Chlamydia trachomatis IgG seropositivity is associated with lower natural conception rates in ovulatory subfertile women without visible tubal pathology. Hum Reprod. 2011;26(11):3061–7.
Η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου (PID - Pelvic Inflammatory Disease)
ορίζεται ώς η λοίμωξη/μόλυνση των γυναικείων αναπαραγωγικών οργάνων.
Η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου (Φ.Ν.Π.) περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα φλεγμονωδών διαταραχών
του ανωτέρου γυναικείου γεννητικού συστήματος όπως η ενδομητρίτιδα,
η σαλπιγγίτιδα,
το σαλπιγγο-ωοθηκικό απόστημα
και η πυελική περιτονίτιδα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις εμπλέκονται σεξουαλικώς μεταδιδόμενα παθογόνα,
όπως N. gonorrhoeae και C. trachomatis
και λιγότερο συχνά μικροοργανισμοί της φυσιολογικής κολπικής χλωρίδας
(αναερόβια, G. vaginalis, Haemophilus influenza).
Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να οφείλεται σε κυτταρομεγαλοϊό (CMV), M. hominis, U. urealiticum και
M. genitalium.
Μετά τη διάγνωση της οξείας φλεγμονώδους νόσου της πυέλου
όλες οι γυναίκες θα πρέπει να ελέγχονται για N. gonorrhοeae και C. trachomatis, καθώς και HIV.
Συνήθως συμβαίνει
όταν σεξουαλικώς μεταδιδόμενα βακτήρια
εξαπλώνονται από τον κόλπο προς τον τράχηλο , τον ενδοτράχηλο , την μήτρα (ενδομήτριο κοιλότητα) ,
τις σάλπιγγες και τις ωοθήκες .
Η χρονική στιγμή της εισόδου των βακτηρίων , δηλαδή η πρωτολοίμωξη , μπορεί να είναι ασυμπτωματική
ή ελαφρώς συμπτωματική . Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η γυναίκα , δεν καταλαβαίνει πότε έγινε η αρχική
μικροβιακή προσβολή .
Η αρχική ένδειξη είναι μια βλεννοπυώδης τραχηλίτιδα , η οποία μπορεί να αναγνωριστεί μόνον με
γυναικολογική εξέταση .
Τα χλαμύδια (Chlamydia trachomatis) και η γονόρροια (Neisseria gonorrheae)
αποτελούν τις πιο συχνές αιτίες φλεγμονώδους νόσου της πυέλου,
αν και εμπλέκονται συχνά και άλλα μικρόβια , συνήθως αναερόβια , όπως η Escherichia coli, και άλλοι μικροοργανισμοί.
Καταστάσεις οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο για PID είναι:
Μεταξύ των ασθενών με PID, εκείνες με προηγούμενη λοίμωξη από Chlamydia trachomatis έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν μεταγενέστερη υπογονιμότητα από εκείνες χωρίς ιστορικό λοίμωξης από Chlamydia trachomatis .
Genital chlamydial infections: epidemiology and reproductive sequelae..
Cates W, Wasserheit JN.
Am J Obstet Gynecol. 1991;164(6):1771–81. [PubMed] [Google Scholar]
Pelvic inflammatory disease and fertility:
a cohort study of 1,844 women with laparoscopically verified disease
and 657 control women with normal laparoscopic results. .
Westrom L, Joesoef R, Reynolds G, Hagdu A, Thompson SE.
Sex Trans Dis. 1992;19(4):185–92.
Comparison of acute and subclinical pelvic inflammatory disease..
Wiesenfeld HC, Sweet RL, Ness RB, Krohn MA, Amortegui AJ, Hillier SL.
Sex Trans Dis. 2005;32(7):400–5. [PubMed] [Google Scholar]
Η δυσλειτουργία των σαλπίγγων που προκαλείται από την βακτηριακή ουλοποίηση αυτών μετά από χλαμυδιακή λοίμωξη είναι η πιο κοινή αιτιολογία της εκτόπου (εξωμήτριας) κύησης .
Η οξεία επιδιδυμίτιδα είναι κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από πόνο, διόγκωση και φλεγμονή της επιδιδυμίδας που διαρκεί λιγότερο από 6 εβδομάδες. Η χρόνια επιδιδυμίτιδα χαρακτηρίζεται από ιστορικό συμπτωμάτων που διαρκούν ≥6 εβδομάδες, και περιλαμβάνει δυσφορία με ή χωρίς πόνο στο όσχεο, στον όρχι ή στην επιδιδυμίδα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οξείας επιδιδυμίτιδας, οι όρχεις προσβάλλονται επίσης, κατάσταση που αναφέρεται ως επιδιδυμίτιδα-ορχίτιδα. Η χρόνια επιδιδυμίτιδα έχει υποκατηγορίες όπως φλεγμονώδης χρόνια επιδιδυμίτιδα, αποφρακτική χρόνια επιδιδυμίτιδα και χρόνια επιδιδυμαλγία. Μεταξύ των σεξουαλικά ενεργών ανδρών μικρότερων των 35 ετών, η οξεία επιδιδυμίτιδα προκαλείται συχνότερα από C. trachomatis ή N. gonorrhoeae. Η οξεία επιδιδυμίτιδα που προκαλείται από σεξουαλικώς μεταδιδόμενους εντερικούς μικροοργανισμούς (π.χ. Escherichia coli και Pseudomonas spp.) συμβαίνει σε άνδρες κατά τη διάρκεια ενεργητικής πρωκτικής σεξουαλικής επαφής. Η σεξουαλικώς μεταδιδόμενη οξεία επιδιδυμίτιδα συνήθως συνοδεύεται από ουρηθρίτιδα, συχνά ασυμπτωματική. Σε άνδρες μεγαλύτερους των 35 ετών η σεξουαλικώς μεταδιδόμενη επιδιδυμίτιδα είναι ασυνήθιστη, ενώ είναι πιο συχνή η δευτερογενής βακτηριουρία μετά από αποφρακτική νόσο του ουροποιητικού (π.χ. καλοήθης υπερπλασία του προστάτη). Σε μεγαλύτερες ηλικίες η επιδιδυμίτιδα που δεν οφείλεται σε σεξουαλική μετάδοση, σχετίζεται με χειρουργείο, συστηματική νόσο ή ανοσοκαταστολή. Η χρόνια λοιμώδης επιδιδυμίτιδα απαντάται πιο συχνά σε καταστάσεις που σχετίζονται με κοκκιωματώδη αντίδραση, με το Mycobacterium tuberculosis (TB) να είναι το πιο συχνό αίτιο (σπάνια στην Ελλάδα). Έως 25% των ασθενών μπορεί να έχουν αμφοτερόπλευρη νόσο και ο υπερηχογραφικός έλεγχος αποκαλύπτει διογκωμένη και υπεραιμική επιδιδυμίδα, με πολλαπλές κύστεις και ασβεστώσεις. Υποψία φυματιώδου επιδιδυμίτιδας θα πρέπει να τίθεται σε όλους τους ασθενείς με πρόσφατη έκθεση σε TB, ή ασθενείς που επιδεινώνονται παρά την κατάλληλη αντιβιοτική αγωγή .
Η αξιολόγηση των συνδρόμων αυτών πρέπει να περιλαμβάνει τις κατάλληλες διαγνωστικές εξετάσεις (π.χ. πρωκτοσκόπηση ή σιγμοειδοσκόπηση, εξέταση κοπράνων και καλλιέργεια). Πρωκτίτιδα: N. gonorrhoeae, C. trachomatis (συμπεριλαμβανομένων των οροτύπων LGV), T. pallidum, και HSV. Σε ΗIV ασθενείς, η ερπητική πρωκτίτιδα μπορεί να είναι πολύ βαριά. Παρατηρείται μετά από παθητική πρωκτική επαφή. Πρωκτοκολίτιδα: Campylobacter sp., Shigella sp., Entamoeba histolytica, και LGV ορότυπους του C. trachomatis. Λοίμωξη από CMV ή άλλα ευκαιριακά παθογόνα μπορεί να ενοχοποιηθούν σε ανσοκατασταλμένους HIV ασθενείς. Παρατηρείται μετά από παθητική πρωκτική επαφή ή στοματοπρωκτική επαφή ανάλογα με το παθογόνο.
Μια γρήγορη διαδικτυακή αναζήτηση αποκαλύπτει μερικές "σπιτικές" θεραπείες , με πολλούς να ισχυρίζονται ότι πρόκειται για ισχυρές θεραπείες για τα χλαμύδια.
Ενώ ορισμένες προτεινόμενες ουσίες μπορεί να προσφέρουν αντιβακτηριακές ιδιότητες και να βοηθήσουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, η μόνη επιστημονικά αποδεδειγμένη θεραπεία για τα χλαμύδια είναι τα αντιβιοτικά. Οι επιπλοκές στα χλαμύδια είναι σοβαρές και αυτή η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει χρόνια προβλήματα υγείας και ακόμη και τη στειρότητα, ως τέτοια, απαιτείται άμεση, κατάλληλη ιατρική θεραπεία για την πρόληψη αυτών. Η εξάρτηση από μη ιατρικές θεραπείες στο σπίτι είναι επικίνδυνη και δεν πρέπει να θεωρείται ως μορφή θεραπείας για τα χλαμύδια.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να συζητήσετε τη λήψη οποιουδήποτε από αυτά τα συμπληρώματα με το γιατρό σας. Αυτό συμβαίνει επειδή ορισμένα συμπληρώματα μπορούν να αλληλεπιδράσουν με αντιβιοτικά και να επηρεάσουν τη δραστικότητα και την αποτελεσματικότητά τους.
Aloe vera: Λόγω των αντιβακτηριακών ιδιοτήτων της αλόης βέρα, ορισμένοι ισχυρίζονται ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία των χλαμυδίων. Οι μελέτες για τις επιδράσεις της στον άνθρωπο συνεχίζονται ακόμη , και δεν υπάρχει συμπέρασμα .
Potroz M, Cho N. Natural Products for the Treatment of Trachoma and Chlamydia trachomatis. Molecules. 2015;20(3):4180-4203. doi:10.3390/molecules20034180
Διατροφή για Chlamydia: Υπάρχουν ορισμένοι ισχυρισμοί ότι μπορείτε να απαλλαγείτε από τα Chlamydia γρήγορα ακολουθώντας μια εξειδικευμένη δίαιτα. Τα προτεινόμενα προγράμματα διατροφής αποτελούνται κυρίως από φρούτα, λαχανικά και βότανα ενώ συμπληρώνονται με προβιοτικά. Η καλή κατανάλωση βοηθά στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού σας συστήματος και στη λήψη προβιοτικών ενώ παίρνετε αντιβιοτικά για τη θεραπεία των χλαμυδίων μπορεί να βοηθήσει στην προστασία της υγείας του εντέρου . Ωστόσο, μόνο η δίαιτα και τα προβιοτικά δεν μπορούν να θεραπεύσουν τη λοίμωξη.
Echinacea: Το εκχύλισμα Echinacea έχει ιδιότητες ενίσχυσης του ανοσοποιητικού. Ως εκ τούτου, μπορεί να βοηθήσει το σώμα να καταπολεμήσει ορισμένες βακτηριακές και ιογενείς λοιμώξεις. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι μπορεί να θεραπεύσει λοίμωξη από χλαμύδια.
Σκόρδο: Ένα δημοφιλές σπιτικό φάρμακο για σχεδόν κάθε πάθηση, οι αντιβακτηριακές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες του σκόρδου υποστηρίζονται ευρέως. Ενώ αυτά έχουν πράγματι ικανότητες καταπολέμησης των βακτηρίων, το σκόρδο δεν καταστρέφει τα βακτήρια που προκαλούν τα χλαμύδια. Ωστόσο, μπορεί να είναι ωφέλιμο όταν λαμβάνεται μαζί με αντιβιοτικά για τη θεραπεία των χλαμυδίων, καθώς αποτρέπει την ανάπτυξη μυκήτων .
Goldenseal: Αυτό το βότανο συνδέεται με τη θεραπεία ποικίλων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της γονόρροιας και των χλαμυδίων. Ενώ κάποια προκαταρκτικά στοιχεία δείχνουν ότι έχει αντιβακτηριακές ιδιότητες, δεν υπάρχει τίποτα που να υποστηρίζει τη χρήση του στη θεραπεία των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων όπως τα χλαμύδια.
Ettefagh K, Burns J, Junio H, Kaatz G, Cech N. Goldenseal (Hydrastis canadensisL.) Extracts Synergistically Enhance the Antibacterial Activity of Berberine via Efflux Pump Inhibition. Planta Med. 2010;77(08):835-840. doi:10.1055/s-0030-1250606
Εκχύλισμα ελιάς: Το εκχύλισμα ελιάς περιέχει Ελευροπεΐνη (Oleuropein), μια ένωση γνωστή για τις αντιφλεγμονώδεις, αντιικές και αντιμικροβιακές της ιδιότητες. Ενώ αυτό το συμπλήρωμα έχει πολλά αποδεδειγμένα οφέλη για την υγεία, η θεραπεία των Chlamydia δεν είναι ένα από αυτά.
Turmeric: Ο κουρκουμάς περιέχει κουρκουμίνη που έχει ισχυρές αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Ορισμένες μελέτες δείχνουν πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα όταν χρησιμοποιείτε κουρκούμη για τη θεραπεία της χλαμύδια σε εργαστήριο. Παρ 'όλα αυτά, προς το παρόν, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να υποστηρίζουν τη χρήση του κουρκουμά ως θεραπεία για τα χλαμύδια στους ανθρώπους.
Bhengraj A, Dar S, Talwar G, Mittal A. Potential of a novel polyherbal formulation
BASANT for prevention of Chlamydia trachomatis infection.
Int J Antimicrob Agents. 2008;32(1):84-88. doi:10.1016/j.ijantimicag.2008.02.010
Brown M, Potroz M, Teh S, Cho N. Natural Products for the Treatment of Chlamydiaceae Infections.
Microorganisms. 2016;4(4):39. doi:10.3390/microorganisms4040039
Potroz M, Cho N. Natural Products for the Treatment of Trachoma and Chlamydia trachomatis.
Molecules. 2015;20(3):4180-4203. doi:10.3390/molecules20034180
Η ασυμπτωματική λοίμωξη με Chlamydia trachomatis είναι πολύ συχνή, ενώ οι συνέπειες της μη διαγνωσμένης ή μη θεραπευόμενης λοίμωξης μπορεί να είναι εκτεταμένες. Για αυτούς τους λόγους συνιστάται ο έλεγχος. Όλες οι σεξουαλικά ενεργές γυναίκες ηλικίας κάτω των 25 ετών πρέπει να ελέγχονται ετησίως , ανεξάρτητα από το άν υπάρχουν συμπτώματα ή όχι (οι περισσότερες λοιμώξεις είναι ασυμπτωματικές) . Οι γυναίκες άνω των 25 ετών θα πρέπει να εξετάζονται εάν έχουν παράγοντες κινδύνου για σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις. Οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν σεξουαλικές συμπεριφορές με πολλαπλούς συντρόφους, ασυνεπή χρήση προφυλακτικών , μή μονογαμική σχέση , και προηγούμενο / συνυπάρχων σεξουαλικό μεταδιδόμενο νόσημα . Επίσης , Συνιστάται σε όλες τις εγκύους να ελεγχθούν για C. trachomatis. Οι άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες θα πρέπει επίσης να ελεγχθούν για μόλυνση από χλαμύδια.
Πότε Πρέπει Να Ελεγχθώ Για Χλαμύδια
Ναι, θεραπεύονται εύκολα. Τα άτομα που παίρνουν θεραπεία, πρέπει να απέχουν από την σεξουαλική δραστηριότητα, μέχρι να ολοκληρωθεί η θεραπεία, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος αναμόλυνσης. Συχνές λοιμώξεις από χλαμύδια, αυξάνουν τον κίνδυνο της γυναικείας υπογονιμότητας. Θεραπεία πρέπει να παίρνουν και οι δύο σύντροφοι συγχρόνως.
Η θεραπεία με αντιβιοτικά έχει ποσοστό αποτελεσματικότητας 95% για τη θεραπεία για πρώτη φορά. Η πρόγνωση είναι εξαιρετική με την έγκαιρη έναρξη της θεραπείας νωρίς και με την ολοκλήρωση ολόκληρης της πορείας των αντιβιοτικών. Αν και οι αποτυχίες της θεραπείας με πρωτογενείς θεραπείες είναι αρκετά σπάνιες, μπορεί να εμφανιστεί υποτροπή. Η επαναμόλυνση είναι συχνή και συνήθως σχετίζεται με τη μη θεραπεία μολυσμένων σεξουαλικών συντρόφων ή την απόκτηση από νέο σύντροφο. Η πιο σημαντική νοσηρότητα εμφανίζεται με επαναλαμβανόμενη λοίμωξη με χλαμύδια, η οποία οδηγεί σε ουλές των σαλπίγγων και στη συνέχεια , στειρότητα.
Urogenital chlamydia trachomatis treatment failure with azithromycin: A meta-analysis
Chlamydia trachomatis: the Persistent Pathogen
Μετά από 3-4 μήνες από το τέλος της θεραπείας.
Είναι η πιο συχνή σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια. Αυτό, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχουν προειδοποιητικά συμπτώματα. Ακόμη , οι γυναίκες μπορούν να επαναμολυνθούν, αν οι σύντροφοι τους δεν θεραπευθούν.
Μεταδίδονται με τη σεξουαλική οδό (κολπικό,στοματικό,πρωκτικό σεξ). Μπορούν να μολύνουν τα μάτια μας,(τράχωμα,επιπεφυκίτιδα) αν τ' ακουμπήσουμε με τα χέρια που φέρουν μολυσμένες εκκρίσεις. Περνούν από τη μολυσμένη μητέρα στο νεογέννητο, κατά τον τοκετό.
ΟΧΙ . Το αντίθετο μάλιστα . Υψηλά επίπεδα IgG έναντι χλαμυδίων σημαίνει επαναλοίμωξη . Επί λέξη , και στην αγγλική , ακριβής αντιγραφή από την παρακάτω μελέτη : "These findings suggest high IgG titers are a marker of repeated and/or prolonged chlamydia exposure, and do not protect from reinfection."
Anti-chlamydia IgG and IgA are insufficient to prevent endometrial chlamydia infection in women, and increased anti-chlamydia IgG is associated with enhanced risk for incident infection.. Darville T, Albritton HL, Zhong W, Dong L, O'Connell CM, Poston TB, Quayle AJ, Goonetilleke N, Wiesenfeld HC, Hillier SL, Zheng X. Am J Reprod Immunol. 2019 May;81(5):e13103. doi: 10.1111/aji.13103. Epub 2019 Mar 18. PMID: 30784128
Hum Reprod Update. 2002 May-Jun;8(3):255-64. New insights into the mechanisms underlying hydrosalpinx fluid formation and its adverse effect on IVF outcome. Ajonuma LC, Ng EH, Chan HC
Hum Reprod. 1999 Jan;14(1):60-4. Previously undetected Chlamydia trachomatis infection, immunity to heat shock proteins and tubal occlusion in women undergoing in-vitro fertilization . Spandorfer SD, Neuer A, LaVerda D, Byrne G, Liu HC, Rosenwaks Z, Witkin SS
Screening tests to detect chlamydia trachomatis and neisseria gonorrhoeae infections-2002
Βιβλιογραφία : Chlamydia trachomatis: impact on human reproduction . Review . Hum Reprod Update . Sep-Oct 1999;5(5):433-47. doi: 10.1093/humupd/5.5.433.
Chlamydia trachomatis and the Risk of Pelvic Inflammatory Disease, Ectopic Pregnancy, and Female Infertility: A Retrospective Cohort Study Among Primary Care Patients.. den Heijer CDJ, Hoebe CJPA, Driessen JHM, Wolffs P, van den Broek IVF, Hoenderboom BM, Williams R, de Vries F, Dukers-Muijrers NHTM. Clin Infect Dis. 2019 Oct 15;69(9):1517-1525. doi: 10.1093/cid/ciz429. Relation of Chlamydia trachomatis infections to ectopic pregnancy: A meta-analysis and systematic review.. Review . Hum Reprod Update . Sep-Oct 1999;5(5):433-47. doi: 10.1093/humupd/5.5.433. Chlamydia trachomatis: time for screening? Clin Microbiol Infect . 2005 Sep;11(9):687-9. doi: 10.1111/j.1469-0691.2005.01187.x.A Spiliopoulou, V Lakiotis, A Vittoraki, D Zavou, D Mauri Epidemiology of Chlamydia trachomatis infection in women and the cost-effectiveness of screening J.A. Land, J.E.A.M. Van Bergen, S.A. Morré, M.J. Postma Human Reproduction Update, Volume 16, Issue 2, March-April 2010, Pages 189–204, https://doi.org/10.1093/humupd/dmp035Sexually transmitted diseases 2006
Αυτόματες Πρώϊμες Κρυφες Αποβολές
Ενδομήτρια Καθυστέρηση Της Ανάπτυξης